- ἀποτρωπάω
- ἀποτρωπάω, Frequentat. ofA
ἀποτρέπω, τινὰ ὀπίσσω Il.20.119
: abs.,εἰ δέ κ' ἀποτρωπῶσι θεοί, παύσασθαι ἄνωγα Od.16.405
.B [voice] Med., c. inf., Il.18.585: c.gen.,τανυστύος Od.21.112
, etc.: c. acc.,πεῖραν A.R.3.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.